- καταπεζεῦσαι
- καταπεζεύωdismountaor inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταπεζεύω — (AM) μσν. κατεβαίνω από το άλογο, ξεπεζεύω («τὸ καταπεζεῡσαι ἐξ ἵππων καὶ ἀντὶ ἱππότου γενέσθαι πεζόν», Ευστάθ.) αρχ. οδοιπορώ πεζός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πεζεύω «περπατώ, ταξιδεύω με τα πόδια»] … Dictionary of Greek